μαχαιριωτός

μαχαιριωτός
μᾰχαιριωτός, ή, όν,
A = μαχαιρωτός, καυτήρ v.l. in Paul.Aeg.6.62.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαχαιριωτός — μαχαιριωτός, ή, όν (Μ) [μαχαίρι] ο μαχαιρωτός («μαχαιριωτὸς καυτήρ», Παύλ. Αιγ.) …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”